Αρχική » ΒΙΒΛΙΑ » Ταυροκαθάψια στην Ατλαντίδα

Ταυροκαθάψια στην Ατλαντίδα


ΤΑΥΡΟΣ ΠΝ 15

Ο Ταύρος και οι  βασιλείς δικαστές της Ατλαντίδος

Λέει ο Κριτίας πως, οι αρχές και οι τιμές διακοσμήθηκαν μεταξύ  των 10 βασιλιάδων της Ατλαντίδας συμφώνως με τους γραπτούς νόμους, επιστολές  του Ποσειδώνος που ήταν χαραγμένοι σε στήλες από ορείχαλκο στο ναό και κέντρο του νησιού. Κάθε 5 ή 6 χρόνια συνελέγοντο, επειδή τιμούσαν και τους άρτιους αριθμούς και τους περιττούς, συζητούσαν τα κοινά τους συμφέροντα, εξέταζαν τις παραβάσεις των νόμων και δίκαζαν. Πριν δικάσουν άφηναν τους ταύρους μέσα στον ναό και παρακαλούσαν τον θεό να διαλέξει το σφαγίον  που τον ευχαριστούσε. Κατόπιν κυνηγούσανε και οι 10 βασιλείς, τους ταύρους, άοπλοι . Όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στη στήλη και τον έσφαζαν στο μέρος που ήταν χαραγμένος ο νόμος. Στη στήλη ήταν χαραγμένος ο  όρκος που καταριόταν με φοβερά λόγια όποιον τον καταπατούσε. Μόλις νύκτωνε και έσβηνε η φωτιά γύρω από τα σφαγεία, φορούσαν μια καλλίστη κυανή στολή και καθόταν δίπλα στα απομεινάρια της θυσίας όλη τη νύκτα δικάζοντας και δικαζόμενοι. Μόλις ξημέρωνε έγραφαν την απόφαση σε χρυσό πίνακα και την αφιέρωναν στο θεό μαζί με τις στολές τους.

Υπήρχαν πολλοί ειδικοί νόμοι για τα προνόμια κάθε βασιλιά, όπως δεν θα κάνανε πόλεμο ο ένας εναντίον του άλλου και σε περίπτωση πολέμου θα παραχωρούσανε την αρχηγία στη γενιά του Άτλαντα.

Είναι αξιοπρόσεχτο σε αυτή την πλατωνική αφήγηση: Ο αριθμός 10, των δέκα Ατλάντειων βασιλιάδων, η επιλογή του ταύρου ως σφαγίον θυσίας, αν και αναφέρεται στην Εποχή του Καρκίνου, 9000 χρόνια πριν και ο Πλάτων έζησε στην Εποχή του Κριού. Το έτος της συγκέντρωσης κάθε 5 με έξι  χρόνια, στο μέσον της δεκάδος. Τον ταύρο τον έπιαναν με τα χέρια τους, ίσως από εδώ και η  φράση  «πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα». Η στολή που φορούσαν κυανή γαλάζια όπως το χρώμα του πλανήτη. Περνούσαν όλο το βράδυ δικαζόμενοι και δικάζοντας. Οι νόμοι του Ποσειδώνος γραμμένοι σε στήλη ορειχάλκινη. Οι Άτλαντες γνωρίζανε τη  γραφή και  τον ορείχαλκο. Η ύπαρξη πολλών νόμων είναι η αρχή της παρανομίας και της φοβερής γραφειοκρατίας, μιας Λερναίας  Ύδρας δηλ που άρχισε από την Ατλαντική Εποχή.

[119c] τὰ δὲ τῶν ἀρχῶν καὶ τιμῶν ὧδ’ εἶχεν ἐξ ἀρχῆς διακοσμηθέντα. τῶν δέκα βασιλέων εἷς ἕκαστος ἐν μὲν τῷ καθ’ αὑτὸν μέρει κατὰ τὴν αὑτοῦ πόλιν τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν πλείστων νόμων ἦρχεν, κολάζων καὶ ἀποκτεινὺς ὅντιν’ ἐθελήσειεν: ἡ δὲ ἐν ἀλλήλοις ἀρχὴ καὶ κοινωνία κατὰ ἐπιστολὰς ἦν τὰς τοῦ Ποσειδῶνος, ὡς ὁ νόμος αὐτοῖς παρέδωκεν καὶ γράμματα ὑπὸ τῶν πρώτων ἐν στήλῃ γεγραμμένα

[119d] ὀρειχαλκίνῃ, ἣ κατὰ μέσην τὴν νῆσον ἔκειτ’ ἐν ἱερῷ Ποσειδῶνος, οἷ δὴ δι’ ἐνιαυτοῦ πέμπτου, τοτὲ δὲ ἐναλλὰξ ἕκτου, συνελέγοντο, τῷ τε ἀρτίῳ καὶ τῷ περιττῷ μέρος ἴσον ἀπονέμοντες, συλλεγόμενοι δὲ περί τε τῶν κοινῶν ἐβουλεύοντο καὶ ἐξήταζον εἴ τίς τι παραβαίνοι, καὶ ἐδίκαζον. ὅτε δὲ δικάζειν μέλλοιεν, πίστεις ἀλλήλοις τοιάσδε ἐδίδοσαν πρότερον. ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερῷ, μόνοι γιγνόμενοι δέκα ὄντες, ἐπευξάμενοι τῷ θεῷ τὸ κεχαρισμένον

[119e] αὐτῷ θῦμα ἑλεῖν, ἄνευ σιδήρου ξύλοις καὶ βρόχοις ἐθήρευον, ὃν δὲ ἕλοιεν τῶν ταύρων, πρὸς τὴν στήλην προσαγαγόντες κατὰ κορυφὴν αὐτῆς ἔσφαττον κατὰ τῶν γραμμάτων. ἐν δὲ τῇ στήλῃ πρὸς τοῖς νόμοις ὅρκος ἦν μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειθοῦσιν. ὅτ’ οὖν κατὰ τοὺς

[120a] αὑτῶν νόμους θύσαντες καθαγίζοιεν πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη, κρατῆρα κεράσαντες ὑπὲρ ἑκάστου θρόμβον ἐνέβαλλον αἵματος, τὸ δ’ ἄλλ’ εἰς τὸ πῦρ ἔφερον, περικαθήραντες τὴν στήλην: μετὰ δὲ τοῦτο χρυσαῖς φιάλαις ἐκ τοῦ κρατῆρος ἀρυτόμενοι, κατὰ τοῦ πυρὸς σπένδοντες ἐπώμνυσαν δικάσειν τε κατὰ τοὺς ἐν τῇ στήλῃ νόμους καὶ κολάσειν εἴ τίς τι πρότερον παραβεβηκὼς εἴη, τό τε αὖ μετὰ τοῦτο μηδὲν τῶν γραμμάτων ἑκόντες παραβήσεσθαι, μηδὲ ἄρξειν μηδὲ ἄρχοντι

[120b] πείσεσθαι πλὴν κατὰ τοὺς τοῦ πατρὸς ἐπιτάττοντι νόμους. ταῦτα ἐπευξάμενος ἕκαστος αὐτῶν αὑτῷ καὶ τῷ ἀφ’ αὑτοῦ γένει, πιὼν καὶ ἀναθεὶς τὴν φιάλην εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ, περὶ τὸ δεῖπνον καὶ τἀναγκαῖα διατρίψας, ἐπειδὴ γίγνοιτο σκότος καὶ τὸ πῦρ ἐψυγμένον τὸ περὶ τὰ θύματα εἴη, πάντες οὕτως ἐνδύντες ὅτι καλλίστην κυανῆν στολήν, ἐπὶ τὰ τῶν ὁρκωμοσίων καύματα χαμαὶ καθίζοντες, νύκτωρ,

[120c] πᾶν τὸ περὶ τὸ ἱερὸν ἀποσβεννύντες πῦρ, ἐδικάζοντό τε καὶ ἐδίκαζον εἴ τίς τι παραβαίνειν αὐτῶν αἰτιῷτό τινα: δικάσαντες δέ, τὰ δικασθέντα, ἐπειδὴ φῶς γένοιτο, ἐν χρυσῷ πίνακι γράψαντες μετὰ τῶν στολῶν μνημεῖα ἀνετίθεσαν. νόμοι δὲ πολλοὶ μὲν ἄλλοι περὶ τὰ γέρα τῶν βασιλέων ἑκάστων ἦσαν ἴδιοι, τὰ δὲ μέγιστα, μήτε ποτὲ ὅπλα ἐπ’ ἀλλήλους οἴσειν βοηθήσειν τε πάντας, ἄν πού τις αὐτῶν ἔν τινι πόλει τὸ βασιλικὸν καταλύειν ἐπιχειρῇ γένος, κοινῇ

[120d] δέ, καθάπερ οἱ πρόσθεν, βουλευόμενοι τὰ δόξαντα περὶ πολέμου καὶ τῶν ἄλλων πράξεων, ἡγεμονίαν ἀποδιδόντες τῷ Ἀτλαντικῷ γένει. θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενῶν μηδενὸς εἶναι κύριον, ὃν ἂν μὴ τῶν δέκα τοῖς ὑπὲρ ἥμισυ δοκῇ. ταύτην δὴ τοσαύτην καὶ τοιαύτην δύναμιν ἐν ἐκείνοις τότε οὖσαν τοῖς τόποις ὁ θεὸς ἐπὶ τούσδε αὖ τοὺς τόπους συντάξας ἐκόμισεν ἔκ τινος τοιᾶσδε, ὡς λόγος, προφάσεως.

Ποιος θα δικάσει  τους Άτλαντες σήμερα και πως, για την επιορκία και τα  παραπτώματά τους  στην αποικία;

Αστραία ©

Έσσετ’ ήμαρ