Αρχική » ΛΕΞΕΙΣ » Σκοπεύοντας με τη Σκέψη

Σκοπεύοντας με τη Σκέψη


στην ανατροπή της σύλληψης της,στο κέντρο ενός  Ηλιακού κύκλου
  • σκοπέω -ῶ, ἐσκόπουν

σκοπέομαι -οῦμαι, ἐσκοπούμην (οι υπόλοιποι χρόνοι αναπληρώνονται από τους αντίστοιχους του ρ. σκέπτομαι: σκέψομαι, ἐσκεψάμην, ἔσκεμμαι, ἐσκέμμην)

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

  • ουσιαστικά: σκέψις ‘άποψη’, σκέμμα ‘θέμα προς έρευνα, πρόβλημα’, ἐπισκέπτης ‘εξεταστής’, σκοπός, ἐπίσκοπος ‘φύλακας, επιθεωρητής’, κατάσκοπος, πρόσκοπος ‘παρατηρητήριο’, οἰωνοσκόπος, ὀρνιθοσκόπος, μετεωροσκόπος, ἀργυροσκόπος, θηροσκόπος, σκοπή ‘σκοπιά, παρατηρητήριο’, σκοπιά, σκόπελος
  • ρήματα: σκέπτομαι ‘εξετάζω’
  • επίθετα: ἀξιόσκεπτος ‘αυτός που αξίζει να ερευνηθεί’, περίσκεπτος ‘ορατός από πολλά σημεία, προστατευμένος καλά’, ἀπερίσκεπτος, σκεπτικός ‘αυτός που αγαπά την έρευνα’, ἄσκοπος, ἐπίσκοπος ‘αυτός που πετυχαίνει το στόχο, ο επιτυχής’, πρόσκοπος ‘οξυδερκής’, εὔσκοπος ‘φανερός'(1)
σκοπ-άρχης, -ου, (ἄρχω), επικεφαλής αντρών που φυλάνε σκοπιά, αρχηγός σώματος κατασκόπων, σε Ξεν.
σκοπελο-δρόμος, -ον, αυτός που τρέχει περνώντας ανάμεσα από βράχους, σε Ανθ.
σκόπελος, (σκοπέω), τόπος που είναι κατάλληλος για να παρατηρεί κάποιος απ’ αυτόν, παρατηρητήριο, ψηλός βράχος ή κορυφή, κορφοβούνι, ακρωτήριο ή υπερυψωμένος και απόκρημνος παραθαλάσσιος τόπος, σκόπελος, Λατ. scopulus, σε Όμηρ. κ.λπ.
σκοπεύω, μεταγεν. τύπος αντί σκοπέω, σε Στράβ. κ.λπ.
σκοπέω και σκοπέομαι, χρησιμ. από τους Αττ. συγγραφείς μόνο σε ενεστ. και παρατ., ενώ οι υπόλοιποι χρόνοι συμπληρώνονται από το σκέπτομαι (σκοπόςI. 1. παρατηρώ ή επιτηρώ κάτι· θεώμαι, θεωρώ, ατενίζω, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., παρατηρώ, εξετάζω, ερευνώ, περιεργάζομαι, παρακολουθώ, σε Σοφ. κ.λπ. 2. μεταφ., προσέχω, θεωρώ, λαμβάνω υπ’ όψιν, σκέπτομαι, εξετάζω, σε Ηρόδ., Αττ.· σκοπέω τι, σε Θουκ. κ.λπ.· σκοπέω περί τινος ή τι, σε Πλάτ.· απόλ., ὀρθῶς σκοπεῖν, σε Ευρ. κ.λπ. 3. αναζητώ, με αιτ., σε Ξεν. κ.λπ. II. Μέσ., χρησιμ. ακριβώς όπως Ενεργ., σε Σοφ., Ευρ. III. Παθ., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος, αυτός που εξετάζει και ταυτοχρόνως εξετάζεται, σε Πλάτ.
σκοπή, , = σκοπιὰ I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.
σκοπιά, Ιων. -ιή, (σκοπέωI. 1. υπερυψωμένος τόπος από τον οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί ή να παρακολουθεί και να κατασκοπεύει, βουνοκορφή, σε Όμηρ.· λέγεται για την ακρόπολη της Τροίας, σε Ευρ.· πρβλ. σκόπελος. 2. μεταφ., ύψος ή υψηλότερο σημείο κάθε πράγματος, σε Πίνδ. II. πύργος όπου φυλάνε σκοπιά οι φρουροί, φυλάκιο, παρατηρητήριο, Λατ. specula, σε Ηρόδ., Πλάτ. III. φρουρά, οι επιφορτισμένοι να φυλάσσουν σκοπιά άντρες· σκοπιὴν ἔχειν, φρουρώ, φυλάσσω σκοπιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
σκοπιάζω (σκοπιά), μόνο σε ενεστ. και παρατ., παρατηρώ κάποιον, I. κατασκοπεύω από υπερυψωμένο σημείο ή από πύργο σκοπιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· κατασκοπεύω, παραμονεύω, εξερευνώ, σε Ομήρ. Οδ. II. μτβ., κατασκοπεύω κάποιον, εξερευνώ, ανακαλύπτω κάτι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ. κ.λπ.· ομοίως στον Μέσ., παραφυλάσσω, παραμονεύω, σε Θεόκρ.
σκοπιήτης, -ου, (σκοπιά), ορεινός, ορεσίβιος, βουνίσιος, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
σκοπιωρέομαι, αποθ., παραφυλάσσω, παρακολουθώ, κατοπτεύω, παραμονεύω, σε Αριστοφ.
σκοπι-ωρός, (ὤρα, Λατ. cura), φύλακας, φρουρός, σκοπός.
σκοπός, και (σκέπτομαι), I. 1. αυτός που φυλάσσει, φρουρός, αυτός που παρατηρεί όσα συμβαίνουν, επόπτης, επιστάτης, σε Όμηρ.· λέγεται για θεούς και βασιλείς, φύλακας, φρουρός, προστάτης, Ὀλύμπου σκοπός, σε Πίνδ. 2. φύλακας, φρουρός που έχει τοποθετηθεί στη σκοπιά, Λατ. speculator, σε Όμηρ., Ξεν.· αυτός που παραφυλάει ή υποδεικνύει το θήραμα, σε Ξεν. 3. κατάσκοπος, αυτός που περιπολεί, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II. 1. μακρινό αντικείμενο στο οποίο κάποιος προσηλώνει τα μάτια του, σημάδι, στόχος, Λατ. scopus, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ σκοποῦ, μακριά από τον στόχο, στο ίδ.· έτσι, παρὰ σκοπόν, σε Πίνδ.· σκοποῦ τυχεῖν, βρίσκω, πετυχαίνω τον στόχο, στον ίδ.· ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, σε Ξεν. 2. μεταφ., στόχος, σκοπός, πρόθεση, επιδίωξη, αντικείμενο όπου μεταβαίνει μια ενέργεια, σε Πλάτ.(2)
1. Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
των H.G. Liddell & R. Scott
(εκδ. Πελεκάνος 2007)
2.Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Σκοπεύω σημαίνει ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ, στοχάζομαι, σημαδεύω, κρίνω, συμπεραίνω καθαρά, με διαυγή ΝΟΥ,στοχαστικό σκοπευτικά

ΟΙ ΕΝΟΠΛΕΣ ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

στόχων, σκέψεων, σκοπών και στοχασμών

Αστραία

11 04 2016

1 thoughts on “Σκοπεύοντας με τη Σκέψη

  1. Παράθεμα: Η σκεπτόμενη Αθηνά Σοφία | Σε Α΄ Ενικό

Έσσετ’ ήμαρ